Produktiivne στα ελληνικά

Μετάφραση: produktiivne, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
Produktiivne στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asukas στα ελληνικά - κάτοικος, κάτοχος, νοικάρης, κολίγας, ένοικος, μόνιμος, κάτοικο, ...
  • hoidla στα ελληνικά - ταμείο, αποθήκη, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
  • kahepalgelisus στα ελληνικά - διπροσωπία, υποκρισία, δολιότητα, η διπροσωπία, διπλοπροσωπία
  • mandoliin στα ελληνικά - μαντολίνο, μαντολίνου, το μαντολίνο, μαντολίνα, μαντολίνο του
Τυχαίες λέξεις
Produktiivne στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό