Puhkepaik στα ελληνικά

Μετάφραση: puhkepaik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στάση, κούρνια, φωλιά, κουρνιάζουν, φωλιάζουν, φωλιών
Puhkepaik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kuulsusetu στα ελληνικά - Διασημότητες, Celebrities, διασημοτήτων, προσωπικοτήτων, προσωπικότητες
  • lahing στα ελληνικά - καταπολεμώ, μάχη, αγώνας, μάχης, αγώνα, τη μάχη, μάχη για
  • mõjutatud στα ελληνικά - επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Τυχαίες λέξεις
Puhkepaik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στάση, κούρνια, φωλιά, κουρνιάζουν, φωλιάζουν, φωλιών