Puhkepaus στα ελληνικά

Μετάφραση: puhkepaus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, ανάπαυλα, ένα, μια, α, ένας, μία
Puhkepaus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eile στα ελληνικά - χθες, εχθές, χτες, χθεσινή, χθες το
  • ida στα ελληνικά - ανατολικός, ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
  • meeltesegadus στα ελληνικά - αναψυχή, περισπασμός, απόσπαση της προσοχής, διάσπαση της προσοχής, αποσπά την προσοχή, περισπασμό
  • müksima στα ελληνικά - σκούντημα, επί ραβδώσεως, ελαφρό τράνταγμα, κουνώ ελαφρά, ελαφρό κούνημα
Τυχαίες λέξεις
Puhkepaus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, ανάπαυλα, ένα, μια, α, ένας, μία