Reserveeritud στα ελληνικά
Μετάφραση: reserveeritud, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφυλακτικός, ακατάδεχτος, κρατημένος, υπερόπτης, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biograafia στα ελληνικά - βιογραφία, Vita, Βίο, Βήτα, Βίτα
- ebaseaduslikkus στα ελληνικά - παρανομία, ελλείψεως νομιμότητας, παράνομο, παρανομίας, έλλειψη νομιμότητας
- koomiks στα ελληνικά - κωμικός, αστείος, κόμικς, κόμικ, κωμικό, κωμική
- mu στα ελληνικά - μου, My, δικό μου, Το δικό μου
Τυχαίες λέξεις
Reserveeritud στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφυλακτικός, ακατάδεχτος, κρατημένος, υπερόπτης, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Μεταφράσεις: επιφυλακτικός, ακατάδεχτος, κρατημένος, υπερόπτης, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη