Υπερόπτης στα εσθονικά
Μετάφραση: υπερόπτης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrk, eraldi, ülev, reserveeritud, eemalviibiv, kõrge, kõrgelennuline, ülbe, ülbed, jultunud, üleolev, üleolevast
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερόπτης
υπερόπτης ετυμολογία, υπερόπτης συνωνυμα, υπερόπτης συνωνυμο, η υπερόπτης, υπερόπτης λεξικό γλώσσας εσθονικά, υπερόπτης στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- υπερφορτώνω στα εσθονικά - ülekattumine, ülekoormus, ülekoormuse, ülekoormust, Ülekoormuskatse, ülekoormuskaitse
- υπερχείλιση στα εσθονικά - ülevoolamine, ülevool, ülevoolu, overflow, ületäitumine, ületäitumise
- υπερώα στα εσθονικά - maitse, suulae, On suulae, suulage, suulaelõhe
- υπεύθυνος στα εσθονικά - vastutav, vastutab, vastutavad, eest vastutav, eest vastutava
Τυχαίες λέξεις
Υπερόπτης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kõrk, eraldi, ülev, reserveeritud, eemalviibiv, kõrge, kõrgelennuline, ülbe, ülbed, jultunud, üleolev, üleolevast
Μεταφράσεις: kõrk, eraldi, ülev, reserveeritud, eemalviibiv, kõrge, kõrgelennuline, ülbe, ülbed, jultunud, üleolev, üleolevast