Sälk στα ελληνικά
Μετάφραση: sälk, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουνώ, λικνίζω, πέτρα, ταξιαρχία, ροκ, ομάδα, παίκτες, την ομάδα, απόσπασμα, ρόστερ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ajukäär στα ελληνικά - έλικα, έλικας, έλικος, έλικα του, οδοντωτή
- elustama στα ελληνικά - νεκρανασταίνω, ξαναζωντανεύω, ζωογονώ, τονώσει, αναζωογονήσει, ζωοποιήσει, ζωογονούν
- emitent στα ελληνικά - εκδότη, εκδότης, του εκδότη, τον εκδότη
- küllastumus στα ελληνικά - κορεσμός, κορεσμού, κορεσμό, τον κορεσμό, του κορεσμού
Τυχαίες λέξεις
Sälk στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουνώ, λικνίζω, πέτρα, ταξιαρχία, ροκ, ομάδα, παίκτες, την ομάδα, απόσπασμα, ρόστερ
Μεταφράσεις: κουνώ, λικνίζω, πέτρα, ταξιαρχία, ροκ, ομάδα, παίκτες, την ομάδα, απόσπασμα, ρόστερ