Särisema στα ελληνικά
Μετάφραση: särisema, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, ψήνω, φριζάρισμα, το φριζάρισμα, φριζαρίσματος, κατσαρώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hüdrauliline στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλική, υδραυλικά, υδραυλικού
- inspekteerimine στα ελληνικά - επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, έλεγχος
- lohe στα ελληνικά - δράκος, δράκων, δράκοντας, δράκο, δράκου
- mittepuutuv στα ελληνικά - μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
Τυχαίες λέξεις
Särisema στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, ψήνω, φριζάρισμα, το φριζάρισμα, φριζαρίσματος, κατσαρώνω
Μεταφράσεις: τσιτσιρίζω, τσιγαρίζω, ψήνω, φριζάρισμα, το φριζάρισμα, φριζαρίσματος, κατσαρώνω