Toimetaja στα ελληνικά

Μετάφραση: toimetaja, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντάκτης, εκδότης, επεξεργαστή, πρόγραμμα επεξεργασίας, editor
Toimetaja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkoholism στα ελληνικά - αλκοολισμός, αλκοολισμό, αλκοολισμού, τον αλκοολισμό, ο αλκοολισμός
  • isiklikult στα ελληνικά - προσωπικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές
  • maniakaalne στα ελληνικά - μανιακός, μανιακή, μανιακά, μανιακό, μανιακών, μανιακού
  • nemad στα ελληνικά - αυτούς, αυτές, αυτά, αυτοί, που, ότι, να, ...
Τυχαίες λέξεις
Toimetaja στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντάκτης, εκδότης, επεξεργαστή, πρόγραμμα επεξεργασίας, editor