Tort στα ελληνικά
Μετάφραση: tort, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστικός, στυφός, τάρτα, πόρνη, κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Μεταφράσεις
- lõõritamine στα ελληνικά - θάλαμος, τερετίζω, τρεμούλιασμα, λαρυγγισμός, στάζω, trill
- naturaalmajanduslik στα ελληνικά - αυτάρκης, φυσική οικονομία
- neljandik στα ελληνικά - τέταρτο, τρίμηνο, τριμήνου, συνοικία
Τυχαίες λέξεις
Tort στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστικός, στυφός, τάρτα, πόρνη, κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ
Μεταφράσεις: καυστικός, στυφός, τάρτα, πόρνη, κέικ, τούρτα, κέϊκ, πάστα, το κέικ