Väin στα ελληνικά

Μετάφραση: väin, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, πορθμός, κανάλι, ρείθρο, στενό, Strait, Στενών, πορθμό, πορθμού
Väin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enesesalgamine στα ελληνικά - αποκήρυξη, ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας, η ανιδιοτέλεια, την ανιδιοτέλεια, της ανιδιοτέλειας
  • etik στα ελληνικά - αυλή
  • happesus στα ελληνικά - οξύτητα, οξύτητας, την οξύτητα, της οξύτητας, η οξύτητα
  • loomine στα ελληνικά - δημιουργία, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων
Τυχαίες λέξεις
Väin στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, πορθμός, κανάλι, ρείθρο, στενό, Strait, Στενών, πορθμό, πορθμού