Võre στα ελληνικά
Μετάφραση: võre, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίχτυ, σχάρα, ενοχλητικός, πλέγμα, δικτυωτό, πλέγματος, lattice, του πλέγματος
Μεταφράσεις
- ennustamine στα ελληνικά - προφητεία, πρόβλεψη, πρόβλεψης, την πρόβλεψη, πρόγνωση
- fikseeritud στα ελληνικά - σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
- kodakondsus στα ελληνικά - ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
- laialt στα ελληνικά - διευρύνω, πλαταίνω, φαρδαίνω, ευρέως, ευρύτερα, πολύ, ευρεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Võre στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίχτυ, σχάρα, ενοχλητικός, πλέγμα, δικτυωτό, πλέγματος, lattice, του πλέγματος
Μεταφράσεις: δίχτυ, σχάρα, ενοχλητικός, πλέγμα, δικτυωτό, πλέγματος, lattice, του πλέγματος