Ενοχλητικός στα εσθονικά
Μετάφραση: ενοχλητικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiuslik, krigisev, võre, ärritav, võrk, pealetükkiv, sekkuvast, kõigesse sekkuvast, Teiste küsimustega sekkuda, Sekkuda küsimustes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχλητικός
ενοχλητικός γείτονας, ενοχλητικός συνώνυμα, ενοχλητικός σκύλος, ενοχλητικός βήχας, ενοχλητικόσ μεταφραση, ενοχλητικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενοχλητικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ενορία στα εσθονικά - kogudus, vald, kihelkond, vallas, valla, koguduse
- ενοχή στα εσθονικά - süü, süütunne, süüd, süüdi, süüst
- ενοχλούμαι στα εσθονικά - tülin, tüütama, pahane, häirib, vihane, pahased
- ενοχλώ στα εσθονικά - häirima, pahandus, tülin, ärritama, tüütama, tüli, viitsinud, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχλητικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kiuslik, krigisev, võre, ärritav, võrk, pealetükkiv, sekkuvast, kõigesse sekkuvast, Teiste küsimustega sekkuda, Sekkuda küsimustes
Μεταφράσεις: kiuslik, krigisev, võre, ärritav, võrk, pealetükkiv, sekkuvast, kõigesse sekkuvast, Teiste küsimustega sekkuda, Sekkuda küsimustes