Vöörtääv στα ελληνικά
Μετάφραση: vöörtääv, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέλεχος, μίσχος, πρύμνη, αυστηρός, στείρα, βλοσυρός, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kohtumõistja στα ελληνικά - δικαστής, δικαστή, κριτής, εισηγητή δικαστή, Κριτή
- käitumisreeglid στα ελληνικά - εθιμοτυπία, εθιμοτυπίας, την εθιμοτυπία, δεοντολογία, εθιμοτυπικό
- mis-küsimus στα ελληνικά - τι, αυτό, αυτό που, το τι
- number στα ελληνικά - αριθμός, πρόσωπο, ψηφίο, αριθμό, αριθμού, τον αριθμό, σειρά
Τυχαίες λέξεις
Vöörtääv στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέλεχος, μίσχος, πρύμνη, αυστηρός, στείρα, βλοσυρός, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων
Μεταφράσεις: στέλεχος, μίσχος, πρύμνη, αυστηρός, στείρα, βλοσυρός, βλαστικών, βλαστικά, στελέχους, αρχέγονων