Vaheaeg στα ελληνικά
Μετάφραση: vaheaeg, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπαυλα, χασμωδία, διάλειμμα, διάλλειμα, διακοπές, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- formalistlik στα ελληνικά - φορμαλιστική, τυπολατρική, φορμαλιστικές, τυπολατρεία, τυπολατρικό
- konsultant στα ελληνικά - εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, σύμβουλος, σύμβουλο, συμβούλου, συμβούλων
- kuusteist στα ελληνικά - δεκαέξι, δέκα έξι, δεκάξι
- lennuväelane στα ελληνικά - Πολεμική Αεροπορία, AIR FORCE, Πολεμικής Αεροπορίας, Αεροπορίας, Αεροπορία
Τυχαίες λέξεις
Vaheaeg στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπαυλα, χασμωδία, διάλειμμα, διάλλειμα, διακοπές, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Μεταφράσεις: ανάπαυλα, χασμωδία, διάλειμμα, διάλλειμα, διακοπές, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο