Vali στα ελληνικά
Μετάφραση: vali, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρόμος, οδός, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, δυνατούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kalmistulkäik στα ελληνικά - μνημείο, μνημόσυνο, ταχυτήτων, εργαλείων, γρανάζι, εργαλεία, μετάδοσης
- korruptsioon στα ελληνικά - λάδωμα, εκμαυλισμός, μαύλισμα, δωροδοκία, δεκασμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, ...
- kõrgemale στα ελληνικά - προς τα πάνω, πάνω, προς τα άνω, προς τα επάνω, τα πάνω
- meeter στα ελληνικά - μέτρο, μετρητής, μετρητή, μέτρων, μέτρου
Τυχαίες λέξεις
Vali στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρόμος, οδός, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, δυνατούς
Μεταφράσεις: δρόμος, οδός, δυνατά, δυνατό, δυνατή, δυνατός, δυνατούς