Vara στα ελληνικά

Μετάφραση: vara, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, κτήμα, κεφάλαιο, ενεργητικό, ακίνητο, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Vara στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ametlikult στα ελληνικά - επίσημα, επισήμως, επίσημη
  • lipitsev στα ελληνικά - δουλοπρεπής, δουλοπρεπείς, δουλοπρεπή, obsequious
  • mugav στα ελληνικά - άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
  • näitekirjandus στα ελληνικά - δράμα, Δράμας, δράματος, το δράμα, Δραματική
Τυχαίες λέξεις
Vara στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, κτήμα, κεφάλαιο, ενεργητικό, ακίνητο, σπίτι, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας