Ενεργητικό στα εσθονικά
Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiva, vara, väärtus, varade, varad, varasid, varadest
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενεργητικό
ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενεργητικό στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ενδόμυχος στα εσθονικά - Seestpoolt, Sisimmäinen, Kitsamas, Kõige salasõna abil, Kõige salasõna
- ενεργά στα εσθονικά - aktiivselt, elavalt, aktiivne, aktiivse, aktiivset, aktiivsete
- ενεργητικός στα εσθονικά - energiline, tarmukas, energeetiline, energeetilist, energilist, energilise
- ενεργοποίηση στα εσθονικά - aktiveerimine, käivitamine, aktiveerimise, aktiveerimist, aktivatsiooni, aktivatsioon
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aktiva, vara, väärtus, varade, varad, varasid, varadest
Μεταφράσεις: aktiva, vara, väärtus, varade, varad, varasid, varadest