Volt στα ελληνικά
Μετάφραση: volt, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιέτα, κρεμάω, βουλιάζω, πτυχή, τσάκιση, πτυχώσεως, πτύχωσης, τσαλακώνεται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hiiliv στα ελληνικά - λαθραίος, κρύφιος, φευγαλέο, λαθραία, κρυφό
- ilmselgelt στα ελληνικά - προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι
- linoleum στα ελληνικά - μουσαμάς, λινέλαιο, λινοτάπητες, το λινέλαιο, λινοτάπητα
- miljon στα ελληνικά - εκατομμύριο, εκατ, εκατομμύρια, εκατομμυρίων, εκ
Τυχαίες λέξεις
Volt στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιέτα, κρεμάω, βουλιάζω, πτυχή, τσάκιση, πτυχώσεως, πτύχωσης, τσαλακώνεται
Μεταφράσεις: πιέτα, κρεμάω, βουλιάζω, πτυχή, τσάκιση, πτυχώσεως, πτύχωσης, τσαλακώνεται