Βουλιάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: βουλιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõtvuma, langemine, volt, valamu, kraanikauss, kraanikaussi, kraanikausi, sink
Βουλιάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουλιάζω

ονειροκρίτης βουλιάζω, βουλιάζω συνώνυμο, βουλιάζω στίχοι, βουλιάζω μέσα μου πολλά καράβια, βουλιάζω μέσα μου, βουλιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, βουλιάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • βουκολικός στα εσθονικά - maainimene, karjaseelu, pastoraalne, Bukolinen, on Bukolinen
  • βουλή στα εσθονικά - riigivolikogu, parlament, maja, House, majas, täiskogu
  • βουλιμία στα εσθονικά - aplus, buliimia, Bulimia, Söömishäire bulimia, buliimiat
  • βουλώνω στα εσθονικά - ummistama, kammitsema, takistus, triivima, pahtlit, tihendusaine, takutama
Τυχαίες λέξεις
Βουλιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lõtvuma, langemine, volt, valamu, kraanikauss, kraanikaussi, kraanikausi, sink