William στα ελληνικά
Μετάφραση: william, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέληση, προαίρεση, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, διαθήκη, Γουλιέλμος, William, Γουίλιαμ, Ο William, τον William
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arvestatavalt στα ελληνικά - αρκετά, αισθητώς, αισθητά, σημαντικά, αισθητά το, αισθητή
- köök στα ελληνικά - κουζίνα, κουζίνας, της κουζίνας, την κουζίνα
- nobe στα ελληνικά - ζωηρός, σβέλτος, γοργός, επιδέξιος, ευκίνητος, εύστροφος, ευέλικτη, ...
Τυχαίες λέξεις
William στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέληση, προαίρεση, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, διαθήκη, Γουλιέλμος, William, Γουίλιαμ, Ο William, τον William
Μεταφράσεις: θέληση, προαίρεση, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, διαθήκη, Γουλιέλμος, William, Γουίλιαμ, Ο William, τον William