Þak στα ελληνικά
Μετάφραση: þak, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οροφή, ταράτσα, σκεπή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ýta στα ελληνικά - σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
- þagmælska στα ελληνικά - επιφυλακτικότητα, ολιγολογία, διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
- þakka στα ελληνικά - ευχαριστώ, ευχαριστίες, χάρη, γκολ
- þannig στα ελληνικά - έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε
Τυχαίες λέξεις
Þak στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οροφή, ταράτσα, σκεπή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
Μεταφράσεις: οροφή, ταράτσα, σκεπή, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών