Οροφή στα ισλανδικά
Μετάφραση: οροφή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þak, þaki, þakið, þakinu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροφή
οροφή ορυκτής ίνας, οροφή ορισμός, οροφή τα 4.800 ευρώ τον χρόνο για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οροφή λεξικο, οροφή μπάνιου, οροφή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οροφή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ορολογία στα ισλανδικά - hugtök, hugtök sem, hugtakanotkun, hugtökum, Orða- og hugtakanotkun
- οροπέδιο στα ισλανδικά - hálendi, jafnvægi, hásléttu, háslétta, hásléttu í
- ορτύκι στα ισλανδικά - Quail
- ορυκτολογία στα ισλανδικά - Steindafræði
Τυχαίες λέξεις
Οροφή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þak, þaki, þakið, þakinu
Μεταφράσεις: þak, þaki, þakið, þakinu