Auking στα ελληνικά
Μετάφραση: auking, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξάνω, κέρδος, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Μεταφράσεις
- auk στα ελληνικά - άλλωστε, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
- auki στα ελληνικά - αύξηση, αυξάνω, Επιπλέον,
- auknefni στα ελληνικά - παρατσούκλι, ψευδώνυμο, αυτό το, alias, ψευδωνύμου, το ψευδώνυμο
- auli στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Τυχαίες λέξεις
Auking στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξάνω, κέρδος, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Μεταφράσεις: όγκος, ανάπτυξη, αύξηση, αυξάνω, κέρδος, κέρδους, όφελος, αύξηση του