Αύξηση στα ισλανδικά

Μετάφραση: αύξηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auki, hækkun, auking, hvessa, hækka, auka, aukið, að auka, aukast
Αύξηση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αύξηση

αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πειραιώς, αύξηση βάρους, αύξηση μεταβολισμού, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αύξηση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αόριστα στα ισλανδικά - lauslega, er lauslega, laust, laustengd
  • αύγουστος. στα ισλανδικά - ágúst
  • αύρα στα ισλανδικά - gola, andvari, gola til
  • αύριο στα ισλανδικά - á morgun, morgun
Τυχαίες λέξεις
Αύξηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: auki, hækkun, auking, hvessa, hækka, auka, aukið, að auka, aukast