Aumingi στα ελληνικά

Μετάφραση: aumingi, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόρτης, άθλιος, άθλια, άθλιο, δυστυχισμένη, άθλιες
Aumingi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auknefni στα ελληνικά - παρατσούκλι, ψευδώνυμο, αυτό το, alias, ψευδωνύμου, το ψευδώνυμο
  • auli στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
  • aumkva στα ελληνικά - οίκτος, κρίμα
  • aumur στα ελληνικά - ελεεινός, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, άθλια, άθλιες, άθλιους, ...
Τυχαίες λέξεις
Aumingi στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόρτης, άθλιος, άθλια, άθλιο, δυστυχισμένη, άθλιες