Búsettur στα ελληνικά
Μετάφραση: búsettur, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνιμος, κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- búningur στα ελληνικά - ενδυμασία, ένδυμα, ενδυμασίας, Attire, την ενδυμασία
- búr στα ελληνικά - κλουβί, κλωβό, κλωβού, κλωβός, κλουβιού
- búskapur στα ελληνικά - καλλιέργεια, γεωργία, γεωργίας, καλλιέργειας, εκτροφής
- bústýra στα ελληνικά - οικονόμος, οικονόμο, οικονόμου, την οικονόμο, οικιακή βοηθός
Τυχαίες λέξεις
Búsettur στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνιμος, κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Μεταφράσεις: μόνιμος, κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου