Μόνιμος στα ισλανδικά
Μετάφραση: μόνιμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búsettur, varanleg, fasta, varanlegt, föst, varanlegur
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μόνιμος
μόνιμος κάτοικος- το κορίτσι, μόνιμος μηχανισμός κινητικότητας, μόνιμος κάτοικος- σε είδα, μόνιμος κάτοικος feat.ειρήνη σταματάκη - η φωνή, μόνιμος κάτοικος feat. πάνος γουργιώτης - όνειρο στιχοι, μόνιμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μόνιμος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μόλυνση στα ισλανδικά - mengun, sýking, sýkingu, sýkingar, sýking í, sýkingin
- μόνιμα στα ισλανδικά - varanlega, frambúðar, til frambúðar, endanlega, fullt
- μόνο στα ισλανδικά - bara, einungis, eingöngu, aðeins, aðeins í
- μόνος στα ισλανδικά - einn, einsamall, eintómur, einstaka, einfalt, aleinn, einstakur, ...
Τυχαίες λέξεις
Μόνιμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: búsettur, varanleg, fasta, varanlegt, föst, varanlegur
Μεταφράσεις: búsettur, varanleg, fasta, varanlegt, föst, varanlegur