Baun στα ελληνικά

Μετάφραση: baun, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπιζέλι, φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας
Baun στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baukur στα ελληνικά - κουτί, πυγμαχώ, κάσα, Baukur
  • baula στα ελληνικά - χαμηλός, Baula
  • bað στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, λουτρό, ρώτησε, Έγινε, ζήτησε, ζητηθεί, ...
  • baða στα ελληνικά - λούζομαι, μπάνιο, κολύμβησης, κολυμβήσεως, κολύμβηση, κολυμβητικής
Τυχαίες λέξεις
Baun στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπιζέλι, φασόλι, φασόλια, φασολιών, φασολιού, σόγιας