Μπιζέλι στα ισλανδικά
Μετάφραση: μπιζέλι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baun, Pea
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μπιζέλι
μπιζέλι φυτό, μπιζέλι και εγκυμοσύνη, μπιζέλι γιαχνί, μπιζέλι καλλιέργεια, μπιζέλι θερμίδες, μπιζέλι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, μπιζέλι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- μπετόν στα ισλανδικά - Concrete, Steinsteypa, steypu, steinsteypu, steypuvinna
- μπηχτή στα ισλανδικά - bichti
- μπικουτί στα ισλανδικά - Curler
- μπισκότο στα ισλανδικά - kex, Biscuit, kexvaran
Τυχαίες λέξεις
Μπιζέλι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: baun, Pea
Μεταφράσεις: baun, Pea