Eftirlit στα ελληνικά
Μετάφραση: eftirlit, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, επιθεώρηση, εξουσιάζω, παρακολούθησης, παρακολούθηση, την παρακολούθηση, η παρακολούθηση, ελέγχου
Μεταφράσεις
- eftir στα ελληνικά - έπειτα, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
- eftirför στα ελληνικά - ασχολία, καταδίωξη, επίτευγμα, επιδίωξη, άσκηση, την άσκηση, επίτευξη, ...
- eftirlátur στα ελληνικά - υποχωρητικός, συμβατό, συμβατό με, συμμορφούμενα, συμβατή, συμβατές
- eftirlíking στα ελληνικά - απομίμηση, αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Τυχαίες λέξεις
Eftirlit στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, επιθεώρηση, εξουσιάζω, παρακολούθησης, παρακολούθηση, την παρακολούθηση, η παρακολούθηση, ελέγχου
Μεταφράσεις: έλεγχος, επιθεώρηση, εξουσιάζω, παρακολούθησης, παρακολούθηση, την παρακολούθηση, η παρακολούθηση, ελέγχου