Eigin στα ελληνικά

Μετάφραση: eigin, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Eigin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eigandi στα ελληνικά - κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχος, ιδιοκτήτη, κατόχου, κάτοχο
  • eigi στα ελληνικά - δεν, όχι, μην, μη, που δεν
  • eiginlega στα ελληνικά - αλήθεια, πράγματι, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
  • eiginmaður στα ελληνικά - σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Τυχαίες λέξεις
Eigin στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική