Κατέχω στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eiginn, eigin, eiga, halda, að halda, haldið, haltu, halda inni
Κατέχω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατέχω

κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατέχω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάφορτος στα ισλανδικά - fraught, ríkir mikil, háð mikilli, Veruleg, ríkir
  • κατάχρηση στα ισλανδικά - húðskamma, skamma, misnotkun, ofbeldi, misbeiting, misnotkunar, misnota
  • κατήγορος στα ισλανδικά - saksóknara, saksóknari, sækjandi, að saksóknari, saksóknarinn
  • κατήφεια στα ισλανδικά - dimma
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eiginn, eigin, eiga, halda, að halda, haldið, haltu, halda inni