Eintak στα ελληνικά

Μετάφραση: eintak, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
Eintak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • einstaklingur στα ελληνικά - ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
  • einstakur στα ελληνικά - άτομο, μονός, μόνος, ανύπαντρος, ατομικός, μονόκλινος, μονόκλινο, ...
  • eintala στα ελληνικά - ενικός, ιδιόμορφος, μοναδικός, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
  • eintómur στα ελληνικά - μοναχός, μόνος, αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, καθαρός, καθαρό, καθαρή, ...
Τυχαίες λέξεις
Eintak στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή