Fár στα ελληνικά

Μετάφραση: fár, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεξάγω, κείμενο, φέρσιμο, διαγωγή, διάβαση, εντύπωση, συμπεριφορά, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
Fár στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fangelsi στα ελληνικά - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
  • fangi στα ελληνικά - φυλακισμένος, διεύθυνση, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
  • fara στα ελληνικά - στενά, πέρασμα, παρατάω, βόλτα, ατραξιόν, κυκλοφορώ, παραιτούμαι, ...
  • faraldur στα ελληνικά - πανδημία, επιδημία, επιδημίας, επιδημία του, επιδημίας του, επιδημία της
Τυχαίες λέξεις
Fár στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεξάγω, κείμενο, φέρσιμο, διαγωγή, διάβαση, εντύπωση, συμπεριφορά, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις