Διεξάγω στα ισλανδικά

Μετάφραση: διεξάγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
framferði, far, hegðun, háttsemi, framkvæmd, framkoma
Διεξάγω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεξάγω

διεξάγω μετάφραση, διεξάγω συνώνυμα, διεξάγω αγγλικά, διεξάγω παρατατικός, διεξάγω in english, διεξάγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διεξάγω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διεκπεραίωση στα ισλανδικά - meðhöndlun, meðferð, meðhöndla, umsjón
  • διενέργεια στα ισλανδικά - stunda, framkvæmd, að stunda, framkvæma, annast
  • διεξοδικός στα ισλανδικά - ítarlegur, tæmandi, tÃ|mandi, ítarlegar
  • διεργασία στα ισλανδικά - ferli, aðferð, ferlið, Aðferðin, vinna
Τυχαίες λέξεις
Διεξάγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: framferði, far, hegðun, háttsemi, framkvæmd, framkoma