Grein στα ελληνικά
Μετάφραση: grein, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκίμια, κλαδί, δοκίμιο, κλάδος, έκθεση, υποκατάστημα, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gras στα ελληνικά - πόα, χόρτο, καταδότης, γρασίδι, χλόη, χορτάρι, χόρτου
- greifingi στα ελληνικά - παρενοχλώ, ασβός, γραμμική, γραμμικές, γραμμικά, γραμμικό, γραμμικών
- greina στα ελληνικά - αναφέρω, αναφορά, εντοπισμό, προσδιορίζουν, προσδιορίσει, τον εντοπισμό, εντοπίσει
- greindur στα ελληνικά - έξυπνος, νοήμων, ευφυή, ευφυής, ευφυών
Τυχαίες λέξεις
Grein στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκίμια, κλαδί, δοκίμιο, κλάδος, έκθεση, υποκατάστημα, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο
Μεταφράσεις: δοκίμια, κλαδί, δοκίμιο, κλάδος, έκθεση, υποκατάστημα, άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο