Δοκίμιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: δοκίμιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκίμιο
δοκίμιο ιστορίας του κκε, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, δοκίμιο γ λυκείου, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δοκίμιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δοκάρι στα ισλανδικά - stólpi, póstur, út, fram, úr, á, þarna
- δοκίμια στα ισλανδικά - grein, ritgerðir, ritgerðum, Ritgerð, Ritgerðirnar
- δοκιμάζω στα ισλανδικά - reyna, freista, tilraun, að reyna, reynir, reyndu, prófa
- δοκιμασία στα ισλανδικά - raun, hugraun, prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir
Μεταφράσεις: grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir