Δοκίμια στα ισλανδικά

Μετάφραση: δοκίμια, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grein, ritgerðir, ritgerðum, Ritgerð, Ritgerðirnar
Δοκίμια στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκίμια

δοκίμια γ λυκείου, δοκίμια πολιτικής, δοκίμια για τη φιλία, δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, δοκίμια σκυροδέματος, δοκίμια λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δοκίμια στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δοιάκι στα ισλανδικά - stýri, Tiller, stýrissveif
  • δοκάρι στα ισλανδικά - stólpi, póstur, út, fram, úr, á, þarna
  • δοκίμιο στα ισλανδικά - grein, sönnun, sönnun þess, sannanir, sönnun fyrir
  • δοκιμάζω στα ισλανδικά - reyna, freista, tilraun, að reyna, reynir, reyndu, prófa
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμια στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: grein, ritgerðir, ritgerðum, Ritgerð, Ritgerðirnar