Grjót στα ελληνικά

Μετάφραση: grjót, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρες, λίθους, λίθων, λίθοι, τις πέτρες
Grjót στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gripur στα ελληνικά - μασκότ, μασκότ που, η μασκότ, μασκότ της, μασκότ του
  • grið στα ελληνικά - εκεχειρία, ησυχασμός, ανακωχή, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ...
  • gruna στα ελληνικά - υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
  • grundvalla στα ελληνικά - βρήκα, ιδρύω, θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Τυχαίες λέξεις
Grjót στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, πέτρες, λίθους, λίθων, λίθοι, τις πέτρες