Innkaup στα ελληνικά

Μετάφραση: innkaup, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορά, αγοράζω, ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά
Innkaup στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inni στα ελληνικά - εντός, μέσα, σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, ηλεκτρονική
  • innihald στα ελληνικά - περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
  • innlendur στα ελληνικά - οικιακός, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, ...
  • innri στα ελληνικά - εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
Τυχαίες λέξεις
Innkaup στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράζω, ψώνια, εμπορικό, Shopping, εμπορική, εμπορικά