Karlmaður στα ελληνικά
Μετάφραση: karlmaður, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Μεταφράσεις
- karfa στα ελληνικά - καλάθι, πανέρι, κοφίνι, Καλάθι Αγορών, Καλάθι, ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΟΡΩΝ, ΚΑΛΑΘΙ ΑΓΟΡΩΝ Το, ...
- karl στα ελληνικά - επανδρώνω, άνθρωπος, άνδρας, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, ...
- kartafla στα ελληνικά - πατάτα, πατάτας, γεωμήλων, της πατάτας, πατάτες
- kassi στα ελληνικά - πυγμαχώ, κάσα, κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, box
Τυχαίες λέξεις
Karlmaður στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών
Μεταφράσεις: επανδρώνω, άνδρας, άνθρωπος, αρσενικός, άρρεν, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών