Άνδρας στα ισλανδικά

Μετάφραση: άνδρας, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
karl, maður, drengur, karlmaður, maðurinn, mann, maðr
Άνδρας στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνδρας

άνδρας ιχθύς, άνδρας παρθένος, άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά ενώ περπατούσε, άνδρας ψάχνει άνδρα, άνδρας τοξότης, άνδρας λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άνδρας στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • άναρθρος στα ισλανδικά - inarticulate
  • άναυδος στα ισλανδικά - dumbfounded
  • άνεμος στα ισλανδικά - vindur, liðast, vindurinn, vindi, vindinn, vind
  • άνεργος στα ισλανδικά - iðjalaus, atvinnulaus, atvinnulausir, atvinnulausra, atvinnulausa, atvinnuleysisskrá
Τυχαίες λέξεις
Άνδρας στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: karl, maður, drengur, karlmaður, maðurinn, mann, maðr