Kjöt στα ελληνικά
Μετάφραση: kjöt, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρέας, σάρκα, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kjör στα ελληνικά - εκλογές, αναγόρευση, εκλεκτός, επιλογή, εκλογή, εκλογών, εκλογής, ...
- kjörgengi στα ελληνικά - επιλεξιμότητας, επιλεξιμότητα, την επιλεξιμότητα, καταλληλότητας, επιλεξιμότητας που
- kjötkaupmaður στα ελληνικά - χασάπης, κρεοπώλης, σφάζω, έμπορος, έμπορο, επιχειρηματίας, εμπόρου, ...
- klappa στα ελληνικά - χαϊδεύω, κροτώ, χειροκροτώ, ελαφρό κτύπημα, Pat, ελαφρύ κτύπημα, το ελαφρύ κτύπημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Kjöt στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρέας, σάρκα, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα
Μεταφράσεις: κρέας, σάρκα, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα