Lýsingarorð στα ελληνικά
Μετάφραση: lýsingarorð, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- löðurmannlegur στα ελληνικά - TS, Τδ, τσ, το TS
- lýsa στα ελληνικά - φωτερός, φωτίζω, ανάβω, ξανθός, περιγράφω, περιγράφουν, περιγράψει, ...
- lýðræði στα ελληνικά - δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
- lýðveldi στα ελληνικά - δημοκρατία, Δημοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Lýsingarorð στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
Μεταφράσεις: επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που