Επίθετο στα ισλανδικά
Μετάφραση: επίθετο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýsingarorð, lýsingarorðið
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθετο
επίθετο ενεργός, επίθετο πολύς ασκήσεις, επίθετο στα αγγλικά, επίθετο πολύς-πολλή-πολύ, επίθετο γραμματική, επίθετο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίθετο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επίδραση στα ισλανδικά - áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
- επίθεση στα ισλανδικά - áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum
- επίκαιρος στα ισλανδικά - baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið
- επίκληση στα ισλανδικά - ákall
Τυχαίες λέξεις
Επίθετο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lýsingarorð, lýsingarorðið
Μεταφράσεις: lýsingarorð, lýsingarorðið