Maður στα ελληνικά

Μετάφραση: maður, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, πρόσωπο, άτομο, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Maður στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • matreiðslumaður στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, σεφ, chef, αρχιμάγειρας, σεφ του, του σεφ
  • matur στα ελληνικά - φαγητό, τροφή, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
  • mega στα ελληνικά - πρέπει, μούστος, Mega, μέγα, μεγάλων, μεγα, το Mega
  • meiddur στα ελληνικά - τραυματίας, τραυματίστηκαν, τραυματίστηκε, τραυματίες, τραυματίζονται
Τυχαίες λέξεις
Maður στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, άνδρας, επανδρώνω, πρόσωπο, άτομο, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος