Orsök στα ελληνικά

Μετάφραση: orsök, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόγος, αιτιολογία, σκοπός, προξενώ, αιτία, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν
Orsök στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opinskár στα ελληνικά - ντόμπρος, ειλικρινής, Candid, ειλικρινή, ειλικρινείς, τις ειλικρινείς
  • opna στα ελληνικά - εγκαινιάζω, ανοίγω, ανοιχτός, ανοικτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
  • orð στα ελληνικά - λέξη, λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση
  • orðabók στα ελληνικά - λεξικό, λεξικού, Dictionary
Τυχαίες λέξεις
Orsök στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόγος, αιτιολογία, σκοπός, προξενώ, αιτία, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν