Rúm στα ελληνικά
Μετάφραση: rúm, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώρος, διάστημα, χώρο, χώρου, κόπηκε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- rökkur στα ελληνικά - λυκόφως, σουρούπωμα, Λυκόφωτος, το Λυκόφως, το Twilight
- röskur στα ελληνικά - έξυπνος, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη
- rúma στα ελληνικά - περιέχω, περιλαμβάνω, αναχαιτίζω, ικανότητα, χωρητικότητα, ικανότητας, χωρητικότητας, ...
- rúmlestir στα ελληνικά - τόνους, τόνοι, τόνων, τους τόνους, τόννους
Τυχαίες λέξεις
Rúm στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώρος, διάστημα, χώρο, χώρου, κόπηκε
Μεταφράσεις: χώρος, διάστημα, χώρο, χώρου, κόπηκε