Sjón στα ελληνικά

Μετάφραση: sjón, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όραση, οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής
Sjón στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sjálfur στα ελληνικά - τον εαυτό σας, εαυτό σας, τον εαυτό, εαυτό, μόνοι σας
  • sjómaður στα ελληνικά - ναύτης, ψαράς, ψαρά, αλιέα, αλιείς, αλιέας
  • sjónvarp στα ελληνικά - τηλεόραση, TV, τηλεόρασης, δορυφορική, τηλεοπτικών
  • sjóða στα ελληνικά - βράζω, χρήματα, κεφάλαια, κεφαλαίων, ταμεία, πόρων
Τυχαίες λέξεις
Sjón στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όραση, οπτικός, οπτική, οπτικών, οπτικό, οπτικής