Slá στα ελληνικά

Μετάφραση: slá, Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ισλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, σουξέ, βαρώ, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
Slá στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slakur στα ελληνικά - αργοκίνητος, χαλαρός, μπόσικος, λάσκος, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, ...
  • slys στα ελληνικά - ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
  • slæmur στα ελληνικά - κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
  • slétta στα ελληνικά - κάμπος, σκέτος, πεδιάδα, σκέτο, λείος, ομαλή, λεία, ...
Τυχαίες λέξεις
Slá στα ελληνικά - Λεξικό: ισλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, σουξέ, βαρώ, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την